Τα συμπτώματα της μόλυνσης από Παρβοϊό Β19 περιλαμβάνουν πυρετό, αρθραλγία, κόπωση, πονοκέφαλο και εξάπλωση ενός χαρακτηριστικού κηλιδοβλατιδώδους ερυθήματος και εμφανίζονται περίπου δύο εβδομάδες μετά την έκθεση στον ιό. Εξαιτίας του ότι ο Παρβοϊός Β19 στην εγκυμοσύνη έχει συνδεθεί με σοβαρές επιπλοκές και προβλήματα στην ανάπτυξη του εμβρύου συστήνεται έλεγχος της εγκύου, στην περίπτωση που εκτεθεί στον ιό ή παρουσιάζει συμπτώματα που συνδέονται με την μόλυνση από αυτόν.
Η μόλυνση από παρβοϊό B19 ελέγχεται με μία εξέταση αίματος, στην οποία ανιχνεύονται αντισώματα που έχει παράξει το ανοσοποιητικό σύστημα ενάντια στον ιό. Μετά τη μόλυνση από τον ιό, το ανοσοποιητικό σύστημα θα παράξει ειδικά αντισώματα IgΜ, σε περίπου μία με δύο εβδομάδες από την αρχική έκθεση. Η παραγωγή αντισωμάτων IgM αυξάνεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μειώνεται. Τελικά, τα επίπεδα των αντισωμάτων IgM του παρβοϊού B19 συνήθως «πέφτουν» κάτω από τα ανιχνεύσιμα επίπεδα.
Τα IgG αντισώματα παράγονται από τον οργανισμό λίγες εβδομάδες μετά την αρχική μόλυνση ώστε να παρέχουν μακροχρόνια προστασία. Τα επίπεδα IgG αντισωμάτων αυξάνονται κατά τη διάρκεια της ενεργού λοίμωξης, και σταθεροποιούνται όταν αποκατασταθεί η λοίμωξη από τον παρβοϊό Β19. Όταν ένα άτομο έχει μολυνθεί από παρβοϊό Β19, θα έχει κάποια μετρήσιμη ποσότητα αντισωμάτων IgG στο αίμα του για το υπόλοιπο της ζωής του. Συγκρίνοντας την απουσία ή την παρουσία και των δύο τύπων αντισωμάτων IgG και IgM στο ίδιο δείγμα, μπορεί να γίνει διάγνωση μεταξύ τρέχουσας, πρόσφατης και παρελθούσης λοίμωξης.
Διαβάστε επίσης: Τοξόπλασμα. Γιατί είναι απαραίτητος ο έλεγχος τοξοπλάσμωσης στην εγκυμοσύνη;